- στακτικός
- στακ-τικός, ή, όν,A for filtering,
ἀγγεῖα Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγγεῖα Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στακτικός — ή, όν, Α [στακτός] κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για διήθηση, για διύληση («στακτικόν πεμμάτιον πλακουντῶδες ἄλλοι δὲ ἀγγεῑα διυλίζοντα Νειλῷον ὕδωρ», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
στακτικόν — στακτικός for filtering masc acc sg στακτικός for filtering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στακτικῆς — στακτικός for filtering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)